γράφει ο o Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος
τ. Καθηγητής Πανεπιστηµίου Αθηνών

Ανάλογο ρόλο με τις αφίσες της νεότερης εποχής έπαιζαν ανέκαθεν οι τοιχογραφίες σε δημόσια μέρη, όπου μπορούσαν να τις χαζεύουν πλήθη κόσμου. Ένα τέτοιο εικονογραφικό σύνολο, με σκηνές από την Επανάσταση του 1821, είχε μία κατεξοχήν παράδοξη διαδρομή, από τη σύλληψή του μέχρι τις μέρες μας. Ενώ απευθυνόταν πρωταρχικά σε Βαυαρούς, κατέληξε να σημαδέψει και να στοιχειώσει πολλές γενιές Ελλήνων, με την αδιάκοπη αναπαραγωγή του σε λιθογραφίες, λευκώματα, βιβλία και κάδρα στις σχολικές αίθουσες. Έτσι κέρδισε και την αθανασία, αφού οι ίδιες οι τοιχογραφίες καταστράφηκαν.

Ως φέουδο και πιο συγκεκριµένα ως δουκάτο, η Βαυαρία ανήκε από τον 12ο αιώνα στη δυναστεία των Βίτελσµπαχ (Wittelsbach). Χάρη στον Ναπολέοντα, το δουκάτο προβιβάστηκε σε ανεξάρτητο βασίλειο από το 1806. Δεύτερος βασιλέας του έγινε από το 1825 ο Λουδοβίκος Α΄, παθιασµένος αρχικά µε την αρχαία Ελλάδα και ύστερα µε τη νεότερη που αναδύθηκε από την Επανάσταση του 1821. Το πολύπλευρο ενδιαφέρον του δικαιώθηκε πανηγυρικά όταν πλέον ο δευτερότοκος γιος του Όθων έγινε βασιλέας του νεοσύστατου κράτους.

Ο Λουδοβίκος παράγγειλε πρώτα, από τον ζωγράφο Peter von Hess, έναν µνηµειώδη πίνακα µε την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο το 1833. Διαστάσεων 265,5 x 415 εκ., ο πελώριος πανοραµικός πίνακας εκτέθηκε στο Μόναχο το 1835 και προσέλκυσε µεγάλα πλήθη. (Αντίγραφό του έγινε εδώ µόλις το 1900, για τη συλλογή της Εθνικής Τράπεζας.) Ο Hess είχε συνοδέψει τον Όθωνα και ζωγράφισε εκ του φυσικού 23 πορτρέτα-µινιατούρες επωνύµων προσώπων, για να τα περιλάβει στον πίνακα. Ανάµεσά τους ήσαν και εννέα επιφανείς Έλληνες.1 Ακολούθησε το 1839 ο επίσης µνηµειώδης πίνακας  (διαστάσεων 257,5 x 420 εκ) µε την υποδοχή του Όθωνα στην Αθήνα το 1833.

Αλλά στο µυαλό του Λουδοβίκου Α΄ είχε νωρίτερα γεννηθεί ένα πολύ πιο φιλόδοξο εικαστικό πρόγραµµα. Ο Λουδοβίκος ήθελε να αναδείξει και να διαφηµίσει την αναπάντεχη επιτυχία των Βίτελσµπαχ, που έγιναν πρώτα από δούκες βασιλείς και ύστερα απέκτησαν και δεύτερο βασίλειο: την Ελλάδα. Το πρόγραµµα εκτελέστηκε  στις νεόδµητες στοές του κήπου των ανακτόρων (Hofgarten) στο Μόναχο, που µπορούσε να επισκέπτεται το κοινό. Στη δυτική στοά, µεταξύ 1826 και 1829 ολοκληρώθηκαν συνολικά 16 τοιχογραφίες που παρίσταναν σκηνές από την ιστορία της Βαυαρίας υπό τους Βίτελσµπαχ – µία πολεµική και µία ειρηνική σκηνή από κάθε αιώνα [Εικ. 1].

Το 1832, µετά την επιλογή του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδας, αποφασίστηκε να γίνει το ίδιο στη βόρεια στοά, µε σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση. Από το 1841 ο Hess άρχισε να ζωγραφίζει σχέδια σε πραγµατικό µέγεθος µε µολύβι και κάρβουνο, καθώς και µικρότερες έγχρωµες ελαιογραφίες, για 39 σκηνές, που µέχρι το 1844 είχαν γίνει τοιχογραφίες. Στηρίχθηκε στις δικές του εντυπώσεις και απεικονίσεις, στη διάρκεια της παραµονής του στην Ελλάδα, καθώς και στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σκώτου Φιλέλληνα Thomas Gordon, που είχε µόλις µεταφραστεί στα γερµανικά.

Ο ζωγραφικός κύκλος άρχιζε µε τον Ρήγα Φεραίο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τελείωνε µε την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο – σαν να ήταν αυτή η νοµοτελειακή κατάληξη ή ακόµη και ο σκοπός για τον οποίο έγιναν όσα προηγήθηκαν… Προς δόξα των Βίτελσµπαχ! Σε ένα πιο πεζό επίπεδο, οι τοιχογραφίες διαφήµιζαν την Ελλάδα ως το δεύτερο βασίλειο στο οποίο µπορούσαν πλέον να κάνουν την τύχη τους οι Βαυαροί, όπως και πράγµατι έκαναν χιλιάδες από αυτούς, στρατιωτικοί και µη.

Δεν γνωρίζουµε την απήχηση που είχαν διαχρονικά αυτές οι τοιχογραφίες στους κατοίκους και στους επισκέπτες του Μονάχου, µέχρι να καταστραφούν σε συµµαχικό βοµβαρδισµό του 1944. Είχαν όµως οι ίδιες εικόνες µία δεύτερη παράλληλη ζωή, ως λιθογραφίες, αρχικά ασπρόµαυρες και ύστερα έγχρωµες – άλλοτε µεµονωµένες, σε βιβλία και σε κάδρα, άλλοτε ως σύνολο σε λευκώµατα.

Πολλές ειρωνείες µπορούν να επισηµανθούν σχετικά. Πρώτα-πρώτα η πιο γνωστή εικόνα είναι ταυτόχρονα και η πιο φανταστική (µε την αρχική έννοια του όρου), αφού παριστάνει κάτι που δεν συνέβη ποτέ: τον Παλαιών Πατρών Γερµανό να κηρύττει την έναρξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα. Aποκλίσεις από την ιστορική πραγµατικότητα ή και τη ρεαλιστική αναπαράσταση µπορούν να επισηµανθούν και σε άλλες εικόνες.

Ιδιαίτερη σηµασία έχουν οι απεικονίσεις ιστορικών προσώπων, δηλαδή ηρώων του Αγώνα, άλλοτε φανταστικές, άλλοτε ρεαλιστικές, άλλοτε ωραιοποιηµένες και εξιδανικευµένες, όπως ταιριάζει στο επικό ή και µυθολογικό ύφος. Αρκετά πιστή είναι, για παράδειγµα, η απεικόνιση του Ανδρέα Μιαούλη, που ο Hess είχε ζωγραφίσει εκ του φυσικού, όπως είχε κάνει και ο συµπατριώτης του Karl Krazeisen νωρίτερα, το 1827. Αντίθετα, η µορφή του Μαυροκορδάτου αποτελεί τυπικό δείγµα ροµαντικής εξιδανίκευσης. Ο Hess επέλεξε να µη στηριχθεί στο πορτρέτο-µινιατούρα που ζωγράφισε ο ίδιος εκ του φυσικού το 1833, αλλά στο πορτρέτο του 1827 από τον Krazeisen [Εικ. 2], που είχε ήδη υποστεί σηµαντική µεταµόρφωση από το αρχικό σχέδιο µε µολύβι µέχρι τη λιθογραφία [Εικ. 3]. Ο Hess προχώρησε ένα ακόµη βήµα, αναδεικνύοντας τον Μαυροκορδάτο ως ηρωική µορφή στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου [Εικ. 4].

Ακόµη πιο συναρπαστική υπήρξε η µεταµόρφωση του Κολοκοτρώνη. Πρώτη φορά εµφανίζεται µε τη χαρακτηριστική περικεφαλαία του στην υποδοχή του Όθωνα το 1833. Έτσι τον ζωγράφισε εκ του φυσικού και ως µινιατούρα ο Hess [Εικ. 5]. Φορούσε ποτέ την περικεφαλαία νωρίτερα ο θρυλικός Γέρος του Μοριά; Ασφαλώς όχι στον πόλεµο (δίνοντας στόχο), όπως νόµιζε παλιότερα και το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.Φαίνεται ότι παρασύρθηκαν από την οικεία ζωγραφιά του Hess, που δείχνει τον Κολοκοτρώνη καθιστό να κοιτάζει παλικάρια που χορεύουν, έχοντας την περικεφαλαία ακουµπισµένη στο έδαφος δίπλα του.

Γιατί τη φόρεσε το 1833 στην υποδοχή του Όθωνα; Ασφαλώς όχι µόνο για να κάνει εντύπωση. Η περικεφαλαία συνδύαζε µε µοναδικό τρόπο τη σύγχρονη ευρωπαϊκή στρατιωτική ενδυµασία µε την ελληνική αρχαιότητα. Από τους Έλληνες θεωρήθηκε πάντα ότι παραπέµπει στους αρχαίους προγόνους, ενώ στους Ευρωπαίους ήταν αναγνωρίσιµη και οικεία ως στοιχείο της στολής πολλών δικών τους συνταγµάτων (π.χ. δραγόνων). Άλλωστε ήταν και η ίδια βρετανική, ενθύµιο από την εποχή που ο Κολοκοτρώνης υπηρέτησε σε αγγλική µονάδα στα Επτάνησα.

Τη φορούσε µήπως στη συνέχεια; Μάλλον όχι. Φορούσε από το 1835 το επίσηµο ψηλό φέσι της Φάλαγγας, µε το χαρακτηριστικό έµβληµα και το στέµµα, όπως πόζαρε στον Βέλγο διπλωµάτη Benjamin Mary το 1842, λίγο πριν πεθάνει.3  Κέρδισε όµως τελικά ο Hess! Με την περικεφαλαία υποχρεώθηκε να παραστήσει τον Γέρο του Μοριά ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος, στον πασίγνωστο έφιππο ανδριάντα στην Αθήνα (και στο Ναύπλιο).

Υπέρτατη ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δει τουλάχιστον µία από τις 39 εικόνες του Hess, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν την προέλευσή τους και την ιστορία τους. Είχαν την ευκαιρία να τη γνωρίσουν το 2000 από την Έκθεση «Αθήνα-Μόναχο: Τέχνη και πολιτισµός στη νέα Ελλάδα» που οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη, µε επιµελήτρια τη Μαριλένα Ζ. Κασιµάτη.4  Για πρώτη φορά είδαµε τότε τα σχέδια µε µολύβι και κάρβουνο, καθώς και τις έγχρωµες µικρές ελαιογραφίες του Hess, από τις οποίες προήλθαν οι χαµένες τοιχογραφίες, αλλά και οι αναρίθµητες οικείες µας λιθογραφίες.

Όσοι δεν είδαν ή δεν θυµούνται την έκθεση, µπορούν να µελετήσουν τον πλούσιο κατάλογο που τη συνόδευε.5  Μπορούν τώρα να µάθουν την ιστορία των 39 εικόνων του Hess και από το νέο βιβλίο της Χριστίνας Κουλούρη µε τον ευρηµατικό τίτλο Φουστανέλες και χλαµύδες! Πάντως, οι τοιχογραφίες που προορίζονταν για τους Βαυαρούς ασφαλώς θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν το εθνικό φαντασιακό των Ελλήνων.

Date:
a

Display your work in a bold & confident manner. Sometimes it’s easy for your creativity to stand out from the crowd.

Social