Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης

 

Όταν μου πρωτομίλησαν για τα πόντκαστ -πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια-, όταν μου εξήγησαν περί τίνος πρόκειται, η αντίδρασή μου στάθηκε χλιαρή. Για να μην πω αρνητική.

«Εσύ δεν υποστηρίζεις με πάθος ότι συνεκτικός ιστός της ανθρωπότητας είναι οι ιστορίες που λέμε ο ένας στον άλλον; Οι μικρές αφηγήσεις που συνθέτονται και δημιουργούν τη μεγάλη αφήγηση;» εξεπλάγη η φίλη μου Κατερίνα Μπακογιάννη, η οποία επιχειρούσε να με μυήσει στην ιδέα των πόντκαστ.

«Σύμφωνοι…» απάντησα. «Αυτό όμως που εσύ μου περιγράφεις θυμίζει παλαιού τύπου ραδιόφωνο. Καταλαβαίνω να ηχογραφούνται τα μυθιστορήματα για να τα απολαμβάνουν όσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα όρασης. Ποιος όμως θα κάτσει να παρακολουθήσει εσένα ή εμένα να μιλάμε επί ένα εικοσάλεπτο ή επί μισή ώρα για οποιοδήποτε θέμα;». «Μα δεν θα κάτσει! Θα βρίσκεται στο αυτοκίνητό του. Στο μετρό. Θα κάνει τζόκινγκ. Θα σιδερώνει». «Ακόμα χειρότερα. Η δυνατότητα συγκέντρωσης ενός ακροατή δεν ξεπερνά τα δέκα λεπτά. Το έχω διαβάσει σε έγκυρο, επιστημονικό άρθρο. Το ξέρω εξ ιδίας πείρας. Όποτε βρίσκομαι εκών άκων σε διάλεξη, δεν πάει να τη δίνει ο συναρπαστικότερος ομιλητής, πριν αλέκτορα φωνήσαι αρχίζω να χασμουριέμαι διακριτικά. Να χαζεύω τη γραβάτα του, τη φαλάκρα του… Να σκέφτομαι τα δικά μου. Στη Νομική Σχολή ευτύχησα να έχω έξοχους καθηγητές. Ένας, ένας μονάχα, ο συνταγματολόγος Φίλιππος Σπυρόπουλος κατάφερνε να κρατάει το αμφιθέατρο σε εγρήγορση. Πώς; Ανοίγοντας διαρκώς διάλογο με τους φοιτητές».

Αντί να απαντήσει με επιχειρήματα, η Κατερίνα επικαλέστηκε ατράνταχτους αριθμούς. Μου παρουσίασε στοιχεία διαφημιστικών εταιρειών από την Αμερική και την Ευρώπη. Με αποστόμωσε. Τα podcast φαίνονταν πράγματι να σαρώνουν διεθνώς.

Συμμετείχα στο pod.gr από την πρώτη μέρα, νιώθοντας ότι παίρνω μέρος σε ένα ανορθόδοξο πείραμα που και αν αποτύγχανε δεν θα θρηνούσαμε παρά τον χαμένο χρόνο μας -ούτε καν εκείνον-, ο χρόνος, ό,τι και να λέει ο Προυστ, ποτέ δεν χάνεται…

«Τι περιεχόμενο θα έχουν τα πόντκαστ σου;» με ρώτησε ο Σταύρος Θεοδωράκης. Τι να είχαν; Να σχολίαζα την επικαιρότητα; Αυτό το κάνει πολύ καλύτερα ο ίδιος – εγώ τη μετασχηματίζω σε χρονογραφήματα, γραπτά… Να έπαιρνα συνεντεύξεις; Υπήρχε ήδη στην ομάδα ο ασύγκριτα πιο έμπειρος και νουνεχής Παύλος Τσίμας. Να μιλούσα για σεξ; Ποιος θα μου άνοιγε τα εσώψυχά του όπως στην Άντρη Κωνσταντίνου; 

«Θα διηγούμαι ιστορίες από την παιδική μου ηλικία και από την εφηβεία μου» αποφάσισα. 

Ήχησε, πιθανόν, αμετροεπέστατο. Είχαν κάτι το όλως ιδιαίτερο τα πρώτα χρόνια μου; Υπήρξα μία αρσενική Άννα Φρανκ; Ένας εγχώριος Μόγλης; Ένας τουλάχιστον -κάπως μεταγενέστερος- Βασιλάκης Καΐλας; Κάθε άλλο. Τα βιώματά μου ήταν παρόμοια με όλων των Ελληνοπαίδων της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Όσων τουλάχιστον ζούσαν σε πόλεις. Εκεί όμως ακριβώς έγκειτο το στοίχημα. Να εκφράσω -μέσω του προσωπικού μου- το συνολικό βίωμα. Να βιογραφήσω -αυτοβιογραφούμενος- τη γενιά μου.

Οι πρώτες ώρες μου στο στούντιο; Ιλαροτραγωδία! Πασχίζοντας να αποφεύγω τα σαρδάμ, να μη μασάω τις λέξεις, κατέληγα να μιλάω σαν ρομπότ. Σαν GPS πιο συγκεκριμένα. Ίδρωσε ο Σταύρος για να με χαλαρώσει, να μου διδάξει πώς να βρίσκω τον προσωπικό μου ρυθμό. Σταδιακά ανακάλυψα ένα κόλπο. Κουνάω, μιλώντας μπροστά στο μικρόφωνο, τα χέρια μου. Διευθύνω σαν ορχήστρα τον εαυτό μου. Ορχήστρα έστω κάπως ξεκούρδιστη.

Όποτε κάποιος μού λέει ότι ακούει τα πόντκαστ μου και του αρέσουν, η έκπληξή μου παραμένει μεγαλύτερη και από τη χαρά μου. Χαίρομαι περισσότερο όταν ανακαλύπτω στον κυβερνοχώρο πόντκαστ άλλων, τα οποία με συναρπάζουν. Φωνές που με ιντριγκάρουν, με γοητεύουν.

Η κινέζικη -υποτίθεται- παροιμία αποδεικνύεται όχι απλώς κοινότοπη, αλλά και πέρα ως πέρα λανθασμένη. Μία εικόνα δεν είναι χίλιες λέξεις. Μία λέξη είναι, μπορεί να γίνει, χίλιες εικόνες.

Date:
a

Display your work in a bold & confident manner. Sometimes it’s easy for your creativity to stand out from the crowd.

Social