γράφει ο o Σταύρος Θεοδωράκης

 

Οι ειδικοί λένε ότι «η μισή μας ζωή» καθορίζεται στους εννιά πρώτους μήνες της ζωής μας. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι η άλλη μισή καθορίζεται από τους ανθρώπους που μας ψιθυρίζουν ιστορίες. Και όχι μόνο τους πρώτους μήνες της ζωής μας. Αλλά συνεχώς. Οι ιστορίες των «άλλων» είναι που μας ισορροπούν, μας παραδειγματίζουν, μας βυθίζουν ή μας ανασταίνουν. 

Βέβαια εγώ είμαι παιδί «της προηγούμενης γενιάς», μη σας πω και της «προ-προηγούμενης». Αυτής των προφορικών παραδόσεων και των χειροποίητων παραδειγμάτων. Δεν ξέρω πώς είναι να κρέμεσαι από τους τίτλους και τις εικόνες στα social media και στην τηλεόραση. Τους βλέπω και εγώ, αλλά δεν θα βγάλω συμπεράσματα αν δεν ακούσω όλη την ιστορία. Και δεν ξέρω επίσης πώς είναι η «ανατροφή» με τα τάμπλετ και τα κινητά. Δεν ξέρω τι κερδίζουν και τι χάνουν τα παιδιά που μεγαλώνουν έχοντας καρφωμένα μπροστά τους μια οθόνη. Μπορώ να υποθέσω βλέποντας το βυθισμένο βλέμμα τους στα πίσω καθίσματα των αυτοκινήτων, στα τραπέζια, τα αποσπερίσματα, τα γλέντια, αλλά δεν ξέρω. 

Στα δικά μας χρόνια από τον ήχο ξεκινούσαν όλα. Πες μου μια ιστορία… Να κοιμηθώ, να ξεχαστώ, να ονειρευτώ. Και μετά ήρθε ο δάσκαλος. Η φωνή που μας μάθαινε. Και κρυφακούγαμε τις κουβέντες των μεγάλων. Και μετά ήταν το ραδιόφωνο. Με παράσιτα οι πιο ενδιαφέροντες σταθμοί. Αλλά καμία σημασία δεν είχε. Άλλωστε ήταν η εποχή της σφαλιάρας. Και αν κάτι δεν δούλευε σωστά, δεν ρώταγες αν έχει πρόβλημα το  Ίντερνετ, αλλά του έδινες μια σφαλιάρα και μετά δούλευε. 

Το ραδιόφωνο λοιπόν έφτιαχνε τους κόσμους μας, γιατί άφηνε περιθώρια στη φαντασία μας. Κι αν θέλαμε δικούς μας, ηχητικούς κόσμους φτιάχναμε τις δικές μας κασέτες. Με ένα μικρόφωνο καρφωμένο στα μεγάλα, μαύρα -φορητά όμως- ραδιοκασετόφωνα. Συνθήματα και αφιερώσεις. ‘Η βάζαμε τραγούδια στη σειρά, καμιά φορά και ποιήματα οι πιο κουλτουριάρηδες. Καθάριζες τη φωνή σου, άπλωνες τις σημειώσεις, πάταγες το rec και έγραφες. Αν η κασέτα ήταν καλή έκανε και… αναμεταδόσεις. «Βγάλε μου ένα αντίγραφο». Γι’ αυτό όλα τα ραδιοκασετόφωνα που σέβονταν τον εαυτό τους είχαν θέσεις για δύο κασέτες.

Ναι, αυτά θεωρώ τα πρώτα podcast! Τις πειρατικές μας, χειροποίητες κασέτες. Κι αν δεν τα κατάφερνες ο ίδιος, υπήρχαν στις γειτονιές μαγαζιά που το έκαναν. Σε εμάς ο Κωστάκης στην κάτω γωνία του γυμνασίου είχε ειδίκευση να παντρεύει τα ροκ με τα λαϊκά. Παράγγελνες την κασέτα στο σχόλασμα και το άλλο πρωί την είχες. 60άρα – 90άρα – 120άρα για τους άπληστους – αυτές τις δίωρες λίγες φορές τις έπαιζε το κασετόφωνο και μετά τις μάσαγε. Λένον και Λεντ Ζέπελιν, και από την άλλη πλευρά Βοσκόπουλος και Μαρκόπουλος. Και είπαμε, μπορούσες να γράψεις και τη φωνή σου. Να το αφιερώσεις ή να το σχολιάσεις. Ο Κωστάκης στα όρθια σε μαγνητοφωνούσε και σε μόνταρε. Έτσι προχωρούσαμε μέχρι που χάθηκαν οι κασέτες. Όπως χάθηκαν και τα γράμματα και η αλληλογραφία. 

Ώσπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 κάποιος το ξανασκέφθηκε: δεν φτιάχνω μια κασέτα με τους ήχους και τις ιστορίες που μου αρέσουν; 

Μόνο που τώρα δεν είναι ανάγκη να βγάζεις αντίγραφα της κασέτας για να αναμεταδώσεις τη σκέψη σου. Την αναρτάς στην παγκόσμια βιβλιοθήκη των podcast, εκεί όπου έχουν πρόσβαση τα κινητά όλου του κόσμου. 

Βέβαια, τίποτα καινούργιο δεν είναι χωρίς παιδικές ασθένειες (και στα παλιά, άλλωστε, έχουμε τις γεροντικές ασθένειες). Έτσι και στα podcast θα βρεις ιστορίες που σε κρατάνε στάσιμο. Παιδιά που βαριούνται ή αποτυχημένοι «καθοδηγητές» που βγάζουν το άχτι τους. 

Το έχει πει και ο Νιόνιος: «Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά

κι ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας».

Τα καλά podcast, όμως, ξεφυτρώνουν και αυτά σαν μανιτάρια. Για όλους εμάς που δεν έπαψαν να μας αρέσουν οι ιστορίες. Και που όλο και πιο σπάνια ακούμε ωραίες ιστορίες. Και όταν λέω «ωραίες» δεν εννοώ μόνο αυτές που έχουν χάπι εντ, αλλά αυτές που έχουν πάθος. Πάθος γνώσης, πάθος αλήθειας, πάθος εξερεύνησης, πάθος ειλικρίνειας, πάθος πειραματισμού. Passion, εφτά γράμματα, όπως και τα podcast.

Date:
a

Display your work in a bold & confident manner. Sometimes it’s easy for your creativity to stand out from the crowd.

Social